καστανιόλα

καστανιόλα
η
1. καστανιά*
2. ναυτ. κοινή ονομασία τού κατοχέα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επίσχεστρο — το [επίσχεση] κάθε μηχανισμός που χρησιμεύει για επίσχεση τής κινήσεως τών μηχανών, κυρίως που εμποδίζει έναν τροχό να κινηθεί αντίθετα προς την κανονική διεύθυνση τής περιστροφής του, κν. καστανιά, καστανιόλα …   Dictionary of Greek

  • καστάνια — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • κατακλείδα — η (Α κατακλείς, Α και κατάκλεις και ιων. και επικ. τ. κατακληίς) το τελευταίο μέρος στίχου, συστήματος στίχων ή επιστολής, ο επίλογος ή η στερεότυπη φράση στην οποία καταλήγουν ορισμένου είδους διηγήσεις, π.χ. η κατάληξη τών παραμυθιών («και… …   Dictionary of Greek

  • κατοχέας — ο (Α κατοχεύς) νεοελλ. ναυτ. διάταξη που χρησιμεύει για τη συγκράτηση, σε δεδομένη στιγμή, μιας αλυσίδας κατά το τύλιγμα ή την εκτύλιξή της, λ.χ. της αλυσίδας τής άγκυρας, κν. καστάνια ή καστανιόλα αρχ. 1. αυτός που στηρίζει κάτι σε ένα μηχάνημα… …   Dictionary of Greek

  • Αντονέλι, Αλεσάντρο — (Alessandro Antonelli, Γκέμε, Νοβάρα 1798 – Τορίνο 1888). Ιταλός αρχιτέκτονας. Κατά τη μακρόχρονη ζωή του κατασκεύασε πολυάριθμα κτίρια στις πόλεις Νοβάρα, Τορίνο, Μπόκα, Καστανιόλα, Μπελιντσάγκο, Ρομανιάνο, Σέζια, Ολέτζιο, Αλεσάντρια,… …   Dictionary of Greek

  • Κατανέο, Κάρλο — (Carlo Cattaneo, Μιλάνο 1801 – Καστανιόλα 1869). Ιταλός οικονομολόγος και πολιτικός. Αρχικά συνεργάστηκε με διάφορα επιστημονικά περιοδικά του Μιλάνου, αλλά σύντομα στράφηκε στα πολιτικά προβλήματα της εποχής του. Κατά τη διάρκεια του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”